- κλωστόμετρο
- τοεργαλείο με το οποίο μετριούνται οι κλωστές ενός κομματιού υφάσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
νηματόμετρο — το όργανο με το οποίο γίνεται η μέτρηση τού αριθμού τών νημάτων υφάσματος, αλλ. κλωστόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, ατος + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek